εἰκοσαπλάσιος

εἰκοσαπλάσιος
εἰκοσα-πλάσιος [πλᾰ], α, ον, = sq., Aristarch. Sam.7, Procl.Hyp.3.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εἰκοσαπλάσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικοσαπλάσιος — α, ο (AM εἰκοσαπλάσιος, α, ον) είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος …   Dictionary of Greek

  • εικοσαπλάσιος — α, ο ο είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από ό,τι ήταν πιο μπροστά: Έχει εικοσαπλάσια περιουσία από τη δική μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰκοσαπλασίων — εἰκοσαπλάσιος fem gen pl εἰκοσαπλάσιος masc/neut gen pl εἰκοσαπλασίων twentyfold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσαπλάσιον — εἰκοσαπλάσιος masc acc sg εἰκοσαπλάσιος neut nom/voc/acc sg εἰκοσαπλασίων twentyfold masc/fem voc sg εἰκοσαπλασίων twentyfold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσαπλασίου — εἰκοσαπλάσιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσαπλασίῳ — εἰκοσαπλάσιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

  • εικοσαπλασίων — εἰκοσαπλασίων, ον (Α) εικοσαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • εἰκοσαπλασίαν — εἰκοσαπλασίᾱν , εἰκοσαπλάσιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”